- φιλάγων
- φιλ-άγων, ωνος, u. φιλ-αγωνιστικός, ή, όν, den Wettkampf, Wettstreit liebend, bei Wettkämpfen gebräuchlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλάγων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τους αγώνες 2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγών, ῶνος] … Dictionary of Greek
φιλάγωνα — φιλάγων loving contests masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλαγωνιστής — οῡ, ὁ, Α φιλάγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγωνιστής] … Dictionary of Greek
φιλαγωνιστικός — ή, όν, Α [φιλαγωνιστής] φιλάγων* … Dictionary of Greek